ἐπιτείνεται

ἐπιτείνεται
ἐπιτείνω
stretch upon
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἐπιτείνω
stretch upon
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • готовати — ГОТОВА|ТИ (17), Ю, ѤТЬ гл. 1. Готовить, подготавливать что л.: мечь бо си сѹдьныи готоваѥть. (ἐπιτείνεται) Изб 1076, 70 об.; ѥго же свѣтѹ тако повинѹсѩ. ˫ако дѣломь с҃на закланье сверьшити точью сего с҃нъ видѣвъ. паче обыча˫а ножь острѩща. и ѹзы… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • остритисѧ — ОСТР|ИТИСѦ (7*), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Заостряться, точиться. Образн.: а не вѣды ˫ако мечь б҃ии ѡстритьсѧ на нь. Парем 1271, 256 об.; и б҃ии мечь ѡстрѧшесѧ. (ἐστιλβοῦτο!) ГБ к. XIV, 165г; аще не имаши грѣха, аще и тьма или мечь [в др. сп. тмами мечь]… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • εμός — ή, ό (AM ἐμός, ή, όν) (κτητ. αντων. α προσ.) δικός μου (α. «τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα», Ιλ. β. «ἐμὸς ὁ Πλάτων») αρχ. (με ουσ.) 1. (με γεν.) επιτείνεται η έννοια τής κτήσης («πατρός τε μέγα κλέος ἠδ ἐμὸν αὐτοῡ», Ιλ.) 2. ευνοϊκός για μένα 3. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • επίταση — η (AM ἐπίτασις) [επιτείνω] ενδυνάμωση, ένταση, αύξηση («επίταση τής οικονομικής δυσπραγίας») μσν. νεοελλ. επιδείνωση μσν. έντονη και διαρκής προσπάθεια, επιμονή αρχ. 1. τάση, τέντωμα («ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν», Πλάτ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • εύτροφος — εὔτροφος, ον (ΑΜ) αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός, ο υγιεινός μσν. (για ποταμό) αυτός που χαρίζει ευφορία, ο γονιμοποιός αρχ. 1. (για παιδιά) καλοθρεμμένος 2. (για νόσους) αυτός που επιτείνεται, που επεκτείνεται 3. (για δέντρα) ακμαίος,… …   Dictionary of Greek

  • καυσαλγία — Επώδυνη κατάσταση που ακολουθεί ύστερα από κάκωση των άκρων και χαρακτηρίζεται από δυνατό διαλείποντα πόνο. Η κ. είναι αποτέλεσμα βλάβης κάποιου νευρικού κορμού, ο οποίος έχει άφθονες νευρικές συμπαθητικές ίνες. Σε διάστημα πέντε έως δέκα ημερών… …   Dictionary of Greek

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

  • περιγλωττίς — ίδος, ἡ Α 1. είδος λεπτού περικαλύμματος που τοποθετούσαν οι λαίμαργοι γύρω από την γλώσσα έτσι ώστε να επιτείνεται η αίσθηση τής γεύσης 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γλωττίς (< γλῶττα + επίθημα ίς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”